- δραστήριοι
- δραστήριοςactivemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Προέλληνες — Γενική ονομασία που δίνεται στους «αρχαιότατους» του ελληνικού χώρου, στους κατοίκους δηλαδή της Ελλάδας πριν εμφανιστούν οι Έλληνες. Οι κάτοικοι εκείνοι ήταν κυρίως Πελασγοί, Αιγαίοι και Κρητικοί. Ανήκαν και αυτοί στη λευκή φυλή, ήταν έξυπνοι… … Dictionary of Greek
αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… … Dictionary of Greek
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αχαιοί — Η ονομασία των Ελλήνων στα ομηρικά έπη. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι Α. αποτελούσαν την πρώτη ελληνική φυλή που κατέβηκε από τον βορρά γύρω στο 1900 π.Χ. και κατέκλυσε σταδιακά τον ελληνικό χώρο. Μαζί με αυτήν ήρθαν ίσως και οι Ίωνες, η… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Γκράιερτς, Ότο φον- — (Otto von Greyerz, Βέρνη 1863 – 1940).Ελβετός θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής θεάτρου. Η φήμη του είναι στενά συνδεδεμένη με το ενδιαφέρον που παρουσίασε στην Ελβετία το φέστσπιλ (Festspiel),ένα ιδιόμορφο είδος θεάματος με εορταστικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… … Dictionary of Greek